- λευκόφαιος
- ος , ον светло-серый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκόφαιος — η, ο (Α λευκόφαιος, ον) σταχτόχρωμος, σταχτής νεοελλ. φρ. «λευκόφαιος παγετός» (μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων … Dictionary of Greek
λευκόφαιον — λευκόφαιος whitish grey masc/fem acc sg λευκόφαιος whitish grey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόφαια — λευκόφαιος whitish grey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
leucofeo — leucofeo, a (del lat. «leucophaeus», del gr. «leukóphaios»; ant.) adj. De *color gris o ceniciento. * * * leucofeo, a. (Del lat. leucophaeus, y este del gr. λευκόφαιος). adj. desus. De color gris o ceniciento … Enciclopedia Universal
GRISEI Monachi — apud Cistercienses, Laici seu Conversi dicuntur, quod hoc coloris genere vestiuntur. Olim vero omnes Cistercienses Albi magis, quam Grisei, dicebantur, ut ex Bernhardi et Petri Cluniac Ep. liquer. Vide Car. Macr. Hierol. et infra, ubi de… … Hofmann J. Lexicon universale
PSEUDOLACTINUS Color — apud Ioann. Diaconum in Vita S. Gregorii, Circa pestus, sub gula, inferior tunica pseudolactini colovis: subalbus, subcandidus et cinericius est, λευκοφαῖος, Gallis gris, Italis Turchino allaitato. Macer, Hierolex … Hofmann J. Lexicon universale
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκόψαρος — λευκόψαρος, ον (Μ) λευκόφαιος, σταχτής … Dictionary of Greek
μάρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πολύ πλούσιος και διέθετε μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια κοντά στον Ίσμαρο. Τον προστάτευε ο Οδυσσέας, καθώς ο Μ. ήταν εκείνος που του έδωσε το… … Dictionary of Greek
παρμελία — (parmelia). Γένος λειχήνων της οικογένειας των παρμελιιδών. Ο φυλλοειδής θαλλός τους έχει λοβούς με εντομές και είναι λευκόφαιος, κιτρινωπός ή λευκοπράσινος. Ο λειχήνας είναι χαλαρά ή σφιχτά προσκολλημένος στο υπόστρωμά του. Αριθμεί περίπου 700… … Dictionary of Greek
φαωτός — ή, όν, Α λευκόφαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φαιῶ / όω (πρβλ. ὑπο φαιῶ) με υφαίρεση του ι (φαωτός αντί *φαιωτός) προς αποφυγή τής χασμωδίας] … Dictionary of Greek